ἐπαγωγικός — inductive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγωγικός — ή, ό (Α ἐπαγωγικός, ή, όν) [επαγωγή] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή* ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα») αρχ. επαγωγός, ελκυστικός,… … Dictionary of Greek
επαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επαγωγή (γενικά). 2. ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος: Έχει επαγωγικούς τρόπους. 3. (λογ.), φρ., «επαγωγικός συλλογισμός ή επαγωγή», συλλογισμός που καταλήγει σε γενικό συμπέρασμα από μερικές κρίσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγωγικώτερον — ἐπαγωγικός inductive adverbial comp ἐπαγωγικός inductive masc acc comp sg ἐπαγωγικός inductive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγικόν — ἐπαγωγικός inductive masc acc sg ἐπαγωγικός inductive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγικοί — ἐπαγωγικός inductive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγικοῦ — ἐπαγωγικός inductive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγικούς — ἐπαγωγικός inductive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγικῆς — ἐπαγωγικός inductive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγικῇ — ἐπαγωγικός inductive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγική — ἐπαγωγικός inductive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)